- σχῑνοτρώξ
- σχῑνο-τρώξ, ῶγος, ὁ, u. σχῑνο-τρώκτης, ὁ, der das wohlriechende Mastixholz od. Zahnstocher davon kauet
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σχινοτρώκτης — ου και δωρ. τ. σχινοτρώκτας και, κατά το λεξ. Σούδα, σχινοτρώξ, ῶγος, ὁ, Α αυτός που μασά μαστίχα προκειμένου να λευκάνει τα δόντια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + τρώκλης / τρώξ (< τρώγω), πρβλ. πτερνο τρώκτης, φυλλοτρώξ] … Dictionary of Greek